κατεπείγειν

κατεπείγειν
κατεπείγω
press down
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατοργώ — κατοργῶ, άω (Α) 1. είμαι γεμάτος οργασμό, ζωηρότητα 2. χάνω την ακμή μου 3. (κατά Φώτ.) «ὀργᾱν τὸ ἐπείγεσθαι καὶ κατοργᾶν τὸ κατεπείγειν» οργώ σημαίνει σπεύδω και κατοργώ επισπεύδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀργῶ «είμαι εύφορος, ζωηρός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”